- υπνώτιση
- ητο να υπνωτίζει κανείς κάποιον (να τον αποκοιμίζει) με τεχνητά μέσα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υπνώτιση — η, Ν [υπνωτίζω] 1. η πρόκληση τεχνητού ύπνου, ύπνωση 2. μτφ. το να μεταβάλλει κανείς κάποιον σε άβουλο όργανό του … Dictionary of Greek
υπνωτίζω — Ν 1. υποβάλλω κάποιον σε υπνώτιση 2. μτφ. κάνω κάποιον άβουλο όργανο τής θέλησης μου 3. μέσ. υπνωτίζομαι μπορεί εύκολα κάποιος να μέ υπνωτίσει. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. hypnotizer < υπνωτικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1882 στον Ιωάνν … Dictionary of Greek